-
1 Grudge
subs.P. and V. φθόνος, ὁ.Enmity: P. and V. ἔχθρα, ἡ, ἔχθος, τό (Thuc.).Have a grudge against: P. ἐλθεῖν εἰς ἔχθραν (dat.), V. διʼ ἔχθρας μολεῖν (dat.), εἰς ἔχθος ἐλθεῖν (dat.).——————v. trans.P. and V. φθονεῖν (τινί τινος), V. μεγαίρειν (τινί τινος).Be grudging of: P. and V. φείδεσθαι (gen.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Grudge
См. также в других словарях:
συνάπτω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνάπτω Α [ἅπτω] συνδέω, συνενώνω, συναρμόζω νεοελλ. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνημμένος, η, ο προσαρτημένος, ενωμένος με άλλον («συνημμένο έγγραφο») 2. φρ. α) «συνάπτω σχέσεις» i) δημιουργώ φιλικές σχέσεις, πιάνω φιλία… … Dictionary of Greek